- συμβλημάτων
- σύμβλημαjointneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάδετος — η, ο (Α διάδετος, ον) [διαδέω] 1. ο δεμένος ολόγυρα ή στερεά 2. στεφανοειδές εξάρτημα για την περίσφιξη συμβλημάτων αρχ. (για κρίκους) ο κοσμημένος με στεφάνη … Dictionary of Greek